άρκτιο

άρκτιο
(arctium). Γένος ποωδών, διετών ή πολυετών φυτών της οικογένειας των συνθέτων, ιθαγενών της Ευρώπης και Ασίας. Περιλαμβάνει έξι είδη, από τα οποία δύο ανήκουν στην ελληνική χλωρίδα. Από αυτά το πιο κοινό είναι το ά. η λάππα, που φυτρώνει συνήθως κατά μήκος των χαντακιών, στα δάση, αλλά και κατά μήκος των δρόμων, και ανθίζει από τον Ιούλιο έως τον Σεπτέμβριο. Έχει φύλλα συνήθως πολύ μεγάλα, καρδιόσχημα στη βάση, ωοειδή, οξύληκτα προς την κορυφή· άνθη κόκκινα κατά σφαιρικά κεφάλια, ενωμένα σε κορύμβους· παράνθια φύλλα στενά, νηματοειδή, με κορυφή κυρτή και αγκιστροειδώς, προς τα πάνω, με την οποία κολλάνε εύκολα στα ρούχα και στο τρίχωμα των ζώων κι έτσι διευκολύνονται η επικονίαση και η διασπορά των σπερμάτων. Οι καρποί του είναι αχαίνια σκεπασμένα με τρίχες σκληρές, ακανθώδεις και αγκιστροειδείς, που διευκολύνουν την προσκόλληση, γι’ αυτό λέγονται κολλιτσίδες. Οι τρυφεροί βλαστοί του και οι σαρκώδεις ρίζες του είναι φαγώσιμοι. Στην Ιαπωνία μάλιστα καλλιεργείται ως λαχανικό, γνωστό με το όνομα γκόμπο. Στην Ελλάδα, εκτός από την κολλιτσίδα που λέγεται και πλατομαντίλα και πλατομανδιλίτσα, ρίζες που έχουν φαρμακευτικές ιδιότητες για παραμορφωτική αρθρίτιδα, φυτρώνει και το ά. το μικρό που βρίσκεται σε ορεινά άγονα εδάφη και κατά μήκος των δρόμων. Το άρκτιο ωριμάζει χαρακτηριστικούς καρπούς με ακανθώδεις αγκιστροειδείς τρίχες, οι οποίες λέγονται κολλιτσίδες.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • διασπορά — Ο διασκορπισμός, η διάδοση. (Βοτ.)δ. σπόρων. Η διαδικασία διασκόρπισης των σπόρων και η απελευθέρωσή τους από τους ώριμους καρπούς που τους περιέχουν. Υπάρχουν φυτά ή, ακριβέστερα, σπόροι των οποίων η δ. διευκολύνεται με τη μεσολάβηση διαφόρων… …   Dictionary of Greek

  • προσωπίτις — Νησί του Νείλου στην αρχαία Αίγυπτο. Ο Νείλος χωριζόταν, γύρω από το λεγόμενο Δέλτα, σε πολλές διακλαδώσεις, που κατόπιν ενώνονταν και πάλι διαχωρίζονταν. Έτσι σχηματίζονταν πολλά νησιά, και το μεγαλύτερο από αυτά ήταν η Π., που είχε περίμετρο… …   Dictionary of Greek

  • προσώπιον — το, Α [πρόσωπον] 1. προσωπείο 2. το ποώδες φυτό άρκτιο …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”